χαλκοάρας

χαλκοάρας
χαλκο-άρᾱς [pron. full] [ᾰρ], α, ,
A bronze-armed, of men, in gen. pl. -αρᾶν, Pi.I.4(3).63(81); acc. sg. -άραν ib.5(4).41.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαλκήρης — ῆρες, και ποιητ. τ. χαλκοάρης και χαλκοάρας, ες, Α 1. επενδεδυμένος με χαλκό («χαλκήρεα τεύχεα», Ομ. Ιλ.) 2. (για πλοίο) εφοδιασμένος με χάλκινο έμβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. ήρης* (Ι), πρβλ. χρυσ ήρης] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοάρης — και χαλκοάρας, ες, Α (ποιητ. τ.) βλ. χαλκήρης …   Dictionary of Greek

  • χαλκοαρᾶν — χαλκοᾱρᾶν , χαλκοάρας bronze armed masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοάραν — χαλκοά̱ρᾱν , χαλκοάρας bronze armed masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”